- πλακούντια
- πλακούντιονneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίτριον — ἴτριον, τὸ (Α) συν. στον πληθ. τά ἴτρια πλακούντια (πίτες) από σουσάμι και μέλι (όπως περίπου το σημερ. παστέλι) ή από αλεύρι, γάλα και μέλι ή με διάφορες άλλες προσμίξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
θύλημα — και θυήλημα, τὸ (Α)·1. αυτό που προσφέρεται, η ιερή προσφορά, η θυσία 2. συν. στον πληθ. τὰ θυλήματα το θυμίαμα, τα πλακούντια*. [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκεκομμένος τ. τού θυήλημα < θυηλούμαι] … Dictionary of Greek
θύμα — το (ΑΜ θῡμα) [θύω] ζώο θυσιάζομενο ή πράγμα προσφερόμενο ως θυσία, σφάγιο, προσφορά νεοελλ. μσν. 1. καθένας που προσφέρει τον εαυτό του ως ολοκαύτωμα, ως θυσία για κάποιο σκοπό («θύμα τής ευσυνειδησίας και τού καθήκοντος») 2. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
θύον — θύον, τὸ (Α) 1. δένδρο τού οποίου το ξύλο καιγόταν ως αρωματικό ή με το οποίο κατασκεύαζαν πολυτελή αντικείμενα 2. (ιδίως στον πληθ.) τὰ θύα θρησκευτικές προσφορές, πλακούντια, θυμίαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύω (I). Η αρχική σημασία είναι «αρωματικό… … Dictionary of Greek
μονόμφαλος — ή, ο (Α μονόμφαλος και μονομφάλιος, ον) νεοελλ. (για τέρας) αυτός που έχει δύο σώματα αλλά έναν ομφαλό αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μονόμφαλα (ενν. πόπανα ή πλακούντια) αυτά που έχουν ένα μόνο εξόγκωμα στην επιφάνειά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) … Dictionary of Greek
πέπανα — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) «πλακούντια». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. είτε για παρεφθαρμένη παράδοση τού τ. πόπανα (πρβλ. πέσσω) είτε για εσφαλμένα παραδεδομένο τύπο] … Dictionary of Greek
παισά — (Α) (κατά τον Αθήν.) «πλακούντια παρὰ Κῴοις, ὥς φησιν Ἰατροκλής» … Dictionary of Greek
πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… … Dictionary of Greek